ῥυσιάζω — ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres subj act 1st sg ῥῡσιάζω , ῥυσιάζω treat as a pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρυσιάσαι — ἀντιρῡσιά̱σᾱͅ , ἀντί ῥυσιάζω treat as a fut part act fem dat sg (doric) ἀντιρῡσιάσαι , ἀντί ῥυσιάζω treat as a aor inf act ἀντιρῡσιάσαῑ , ἀντί ῥυσιάζω treat as a aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσιάσαι — ῥῡσιά̱σᾱͅ , ῥυσιάζω treat as a fut part act fem dat sg (doric) ῥῡσιάσαι , ῥυσιάζω treat as a aor inf act ῥῡσιάσαῑ , ῥυσιάζω treat as a aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρρυσίαζον — ἐρρῡσίαζον , ῥυσιάζω treat as a imperf ind act 3rd pl ἐρρῡσίαζον , ῥυσιάζω treat as a imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσιάζει — ῥῡσιάζει , ῥυσιάζω treat as a pres ind mp 2nd sg ῥῡσιάζει , ῥυσιάζω treat as a pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρυσίαστος — ἀρρυσίαστος, ον (Α) [ρυσιάζω] αυτός που δεν έχει ή είναι αδύνατον να αιχμαλωτιστεί … Dictionary of Greek
ρυτιάζω — Α (δωρ. τ.) βλ. ῥυσιάζω … Dictionary of Greek
ἐρρυσιάσθη — ἐρρῡσιάσθη , ῥυσιάζω treat as a aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρρυσίαζες — ἐρρῡσίαζες , ῥυσιάζω treat as a imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυσιαζομένους — ῥῡσιαζομένους , ῥυσιάζω treat as a pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)